- πτερυγωκής
- πτερῠγ-ωκής, ές, (ὠκύςA fleet of wing, A.Pr.288 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτερυγωκής — ές, Α. αυτός που έχει γρήγορα φτερά, που μπορεί και πετάει πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + ωκης (< ὠκύς, μέσω αμάρτυρου *ὦκος, τὸ), πρβλ. ανεμ ώκης, ποδ ώκης] … Dictionary of Greek
πτερυγωκῆ — πτερυγωκής fleet of wing neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πτερυγωκής fleet of wing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πτερυγωκής fleet of wing masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)